- ἰπνολεβήτιον
- ἰπνο-λεβήτιον, τό, Dim. of foreg., Poll.10.66.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιπνολεβήτιον — ἰπνολεβήτιον, το (Α) υποκορ. του ιπνολέβης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνολέβης, τος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. κηρ ίον, κοράσ ιον)] … Dictionary of Greek
ἰπνολεβήτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰπνολεβήτια — ἰπνολεβήτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… … Dictionary of Greek